περίτομος

περίτομος
περίτομος
cut off all round
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περίτομος — ον, Α [περιτέμνω] 1. αποκομμένος από παντού, απότομος σε ὁλα τα μέρη («ὄρος περίτομον», Πολ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίτομα απόκρημνες θέσεις …   Dictionary of Greek

  • περίτομον — περίτομος cut off all round masc/fem acc sg περίτομος cut off all round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • περιτομίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μέρος τι τῆς νεώς». [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτομος + επίθημα ίς] …   Dictionary of Greek

  • περιτόμιος — ον, Μ [περίτομος] περιτετμημένος, αυτός που έχει υποστεί περιτομή («περιτόμιος τὴν σάρκα», Αναστ. Σιν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”